- προσδοκᾶς
- προσδοκᾶ̱ς , προσδοκάωexpectpres ind act 2nd sg (doric)προσδοκᾶ̱ς , προσδοκάωexpectpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδοκᾷς — προσδοκάω expect pres subj act 2nd sg προσδοκάω expect pres ind act 2nd sg (epic) προσδοκάω expect pres subj act 2nd sg προσδοκάω expect pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκᾶις — προσδοκᾷς , προσδοκάω expect pres subj act 2nd sg προσδοκᾷς , προσδοκάω expect pres ind act 2nd sg (epic) προσδοκᾷς , προσδοκάω expect pres subj act 2nd sg προσδοκᾷς , προσδοκάω expect pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάω — και δικώ επαρκώ, είμαι αρκετός, φθάνω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δικάω ή δικώ είναι διαλεκτικός και προήλθε από το αρχ. διοικώ, αόρ. διώκησα χωρίς να έχει σχέση με τα δίκη, δικάζω. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον Πρόδρομο: «μη προσδοκάς δε πάλιν,… … Dictionary of Greek